πουτάνα

πουτάνα
η
1) проститутка; 2) бран. стерва;

§ αυτός είναι παλτά πουτάνα — прожжённый негодяй


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πουτάνα" в других словарях:

  • πουτάνα — η, Ν 1. κοινή γυναίκα, πόρνη, ιερόδουλη 2. συνεκδ. ανήθικη γυναίκα, παλιογυναίκα 3. φρ. «είναι παλιά πουτάνα» λέγεται για άνθρωπο παμπόνηρο που ξέρει πολλά κόλπα και δεν έχει ηθικούς φραγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. puttana < putta «κορίτσι»] …   Dictionary of Greek

  • πουτάνα — η (λ. ιταλ.) 1. πόρνη. 2. γυναίκα ανήθικη γενικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πουτανίζω — Ν [πουτάνα] συμπεριφέρομαι σαν πουτάνα, σαν πόρνη …   Dictionary of Greek

  • πουτανίστικος — η, ο, Ν (κυρίως για τρόπους και συμπεριφορά) αυτός που προσιδιάζει σε πουτάνα, σε πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουτάνα + κατάλ. ίστικος (πρβλ. κοριτσ ίστικος)] …   Dictionary of Greek

  • πουτανιά — η, Ν 1. τρόπος συμπεριφοράς, πράξη που ταιριάζει σε πουτάνα 2. συνεκδ. απιστία, ανήθικη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουτάνα + κατάλ. ιά (πρβλ. ανθρωπ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • καραπουτάνα — η πόρνη τής κατώτερης ηθικής υποστάθμης, ασελγής γυναίκα χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. καρα * (εδώ με επιτ. σημ.) + πουτάνα < ιταλ. puttana] …   Dictionary of Greek

  • καραπουτανάρα — η μεγεθ. τού καραπουτάνα* που χρησιμοποιείται ως υβριστικός χαρακτηρισμός ανήθικων γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρα πουτάνα + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. γυναικ άρα, πιατ άρα)] …   Dictionary of Greek

  • καραπούτανος — ο μεγεθ. τού καραπουτάνα* που χρησιμοποιείται ως υβριστικός χαρακτηρισμός ανήθικων γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρα πουτάνα, με μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. κόμματ ος, μούλαρ ος)] …   Dictionary of Greek

  • πουταναρειό — το, Ν οίκος ανοχής, πορνείο, μπουρδέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουτάνα + κατάλ. αρ(ε)ιό (πρβλ. κεραμιδ αρειό)] …   Dictionary of Greek

  • πουτανιάρης — α, ικο, Ν 1. ανήθικος, ακόλαστος, ασελγής 2. (για άνδρα) α) αυτός που εκπορνεύεται β) αυτός που συχνάζει σε πορνεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουτάνα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. λυσσ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • πρόστυχος — η, ο, Ν 1. (για πρόσωπο ή πράξη) χυδαίος, τιποτένιος, χαμερπής («πρόστυχο φέρσιμο») 2. (για εμπόρευμα) κακής ποιότητας, ευτελής 3. το θηλ. ως ουσ. η πρόστυχη πόρνη, πουτάνα. επίρρ... πρόστυχα Ν κατά τρόπο πρόστυχο («μιλάει πρόστυχα»). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»